- αφόρτωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν είναι φορτωμένος, που δεν έχει φορτίο να μεταφέρει2. (για πράγματα) αυτός που δεν φορτώθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφόρτωτος — η, ο 1. αυτός που δε βαστά φορτίο: Είχαν το μουλάρι αφόρτωτο. 2. αυτός που δε φορτώθηκε για μεταφορά: Τα κιβώτια στέκονταν στην παραλία αφόρτωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)